- ἁρμόζομαι
- ἁρμόζωfit togetherpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουσώ — (I) μουσῶ, όω (ΑΜ) [μούσα (Ι)] 1. παθ. μουσοῡμαι, όομαι λαμβάνω καλλιτεχνική μόρφωση («ὑπόληψιν ἐμποιεῑν καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.) αρχ. 1. δίνω μουσικότητα σε κάτι 2. παθ. α) αρμόζομαι για… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՇԱՃԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c կ.ձ. ἀρμόζομαι, συναρμολογούμαι, συμβιβάζω adaptor, coaptor եւ καθήκει convenit. Յարմարիլ. ʼի դէպ գալ. կարգիլ. հաստի. ... *Ի տեառնէ պատշաճի կին առն:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)